ευθυγράμμηση

ευθυγράμμηση
η
η ευθυγράμμιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευθυγράμμιση — και ευθυγράμμηση, η [ευθυγραμμίζω] 1. το να τοποθετείται κάτι σε ευθεία γραμμή («ευθυγράμμιση ανδρών εν παρατάξει» η παράταξη τών οπλιτών σε ευθεία γραμμή) 2. ναυτ. η πορεία ενός πλοίου πάνω σε μια νοητή ευθεία που ορίζεται από δύο σταθερά σημεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”